χριστόληπτος

χριστόληπτος
και χριστόλημπτος, -ον, ΜΑ
εκκλ. αυτός που κατέχεται από τον Χριστό, που καταλαμβάνεται από έμπνευση προερχόμενη από τον Χριστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ληπτός (< λαμβάνω), πρβλ. θεό-ληπτος. Για τον δ. τ. χριστό-λημπτος πρβλ. τα σύνθ. σε -λήμπτης, -λήμπτωρ < λαμβάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ՔՐԻՍՏՈՍՈՒՆԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 1017 Chronological Sequence: Early classical ա. χριστόληπτος christi sponsa. Ունօղ զքրիստոս յինքեան, եւ ըմբռնեալ ʼի քրիստոսէ. հարսնացեալ ʼի քրիստոսի. *ողջոյն տամ քրիստոսունակ կուսանաց. Ածազգ. ՟Ը …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”